- Ἀσιανῆς
- Ἀσιᾱνῆς , ἈσιανόςAsiafem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Diocese of Asia — Dioecesis Asiana Διοίκησις Ασίας Diocese of Asia Diocese of the Roman Empire … Wikipedia
Диоцез Азия — (лат. Dioecesis Asiana, греч … Википедия
ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… … Dictionary of Greek
Ηγησίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (περ. 330 – 270 π.Χ.). Ανήκε στην Κυρηναϊκή σχολή και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Μετέβαλε τον θετικό ηδονισμό του Αρίστιππου –του οποίου υπήρξε μαθητής– σε αρνητικό ηδονισμό: o σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι… … Dictionary of Greek